- χειρουργείο
- billard
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χειρουργείο — το, Ν ιατρ. χώρος ειδικά διευθετημένος και εξοπλισμένος για την εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρουργός + κατάλ. είο (πρβλ. ιατρ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χειρουργεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στο Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού… … Dictionary of Greek
χειρουργείο — το διαμέρισμα νοσοκομείου ή κλινικής, όπου γίνονται εγχειρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρβιτουρικά — Συνθετικά παράγωγα της μηλονυλουρίας, με υπνωτικές ιδιότητες. Στον οργανισμό τα β. καταστέλλουν τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος και όταν χρησιμοποιούνται σε κατάλληλες δόσεις προκαλούν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Μερικά από αυτά έχουν… … Dictionary of Greek
τραυματιοφορέας — ο, Ν (ιατρ. στρ.) στρατιώτης τού υγειονομικού σώματος ή υπάλληλος υγειονομικής υπηρεσίας εκπαιδευμένος στην παροχή πρώτων βοηθειών και στη διακομιδή τών τραυματιών στο πλησιέστερο χειρουργείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυματίας + φορέας] … Dictionary of Greek
εγχειρήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις — Κάθε πράξη που εκτελείται στο ανθρώπινο σώμα με τα χέρια και με κατάλληλα εργαλεία, με σκοπό να αντιμετωπιστεί νόσος, τραυματισμός ή δυσμορφία. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που εκτελούνται σήμερα είναι πολυάριθμες και δεν είναι παρακινδυνευμένο να… … Dictionary of Greek
Ρενοντό, Θεόφραστος — (Renaudot, Βιέννη 1586 – Παρίσι 1653). Γάλλος γιατρός, δημοσιογράφος και κριτικός. Αφού άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου, με την προστασία του Ρισελιέ, πήρε τον τίτλο του βασιλικού γιατρού… … Dictionary of Greek
σπεύδω — σπεύδω, έσπευσα, εσπευσμένος βλ. πίν. 128 Σημειώσεις: σπεύδω : η μτχ. εσπευσμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που γίνεται με μεγάλη σπουδή, βιασύνη, π.χ. εσπευσμένη εισαγωγή στο χειρουργείο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γαγγραινώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο όμοιος με γάγγραινα: Μπήκε στο χειρουργείο για αφαίρεση γαγγραινώδους έλκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)